κρατάνιον

κρατάνιον
κρατάνιον, τό, kind of
A cup, Polem.Hist.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρατάνιον — κρατάνιον, τὸ (Α) είδος μεγάλου ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. σύνθετη < θ. κρατ τού κρατώ) + ἀνία «στενοχώρια»] …   Dictionary of Greek

  • κρατάνιον — cup neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρατάνια — κρατάνιον cup neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”